- χαύνως
- Αεπίρρ. βλ. χαύνος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χαυνῶς — χαυνόω make flaccid pres ind act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαύνως — χαύ̱νως , χαῦνος porous adverbial χαύ̱νως , χαῦνος porous masc acc pl (doric) χαύ̱νως , χαῦνος porous adverbial χαύ̱νως , χαῦνος porous masc/fem acc pl (doric) χαυνόω make flaccid imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαύνος — η, ο / χαῡνος, αύνη, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος Α 1. (για πρόσ.) πνευματικά νωθρός, αποκοιμισμένος, αποβλακωμένος 2. (για πνευματικές ή ψυχικές καταστάσεις) άτονος, χαλαρός (α. «σε μια προσήλωση ως κρατεί χαύνο το πνεύμα», Μαλακ. β. «σύμπασιν δ ὑμῑν… … Dictionary of Greek